Δεκεμβρίου 2013

O Άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ' όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τονε γιορτάσει με καθαρή καρδιά. Πέρασε από λογιών-λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μα σ’ όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν τ’ ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κ' έφευγε πικραμένος,
γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι. Μια μέρα έφευγε από ένα τέτοιο άσπλαχνο χωριό, και πέ­ρασε από το νεκροταφείο, κ' είδε τα κιβούρια πώς ήτανε ρη­μαγμένα, οι ταφόπετρες σπασμένες κι άναποδογυρισμένες, και τα νιόσκαφτα μνήματα είτανε σκαλισμένα από τα τσακάλια. Σαν άγιος που είτανε άκουσε πως μιλούσανε οι πεθαμένοι και λέγανε: «Τον καιρό που είμαστε στον απάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι αφήσαμε πίσω μας παιδιά κ' εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί, να μας καίγουνε λίγο λιβάνι μα δεν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρά σαν να μην αφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ο άγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ' είπε: «Τούτοι οι χωριάτες ούτε σε ζωντανό δε δίνουνε βοήθεια, ούτε σε πεθαμένον», και βγήκε από το νεκροταφείο, και περπατούσε ολομόναχος μέσα στα παγωμένα χιόνια. Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που είτανε τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της είτανε μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε: «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο! ». τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε, πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε παρακαλεστικά και χαρούμενα. Απάνω σ’ αυτά, ά­νοιξε η πόρτα και βγήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλληκάρι, με μαύρα στριφτά γένεια, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιός χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!». Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μια κούνια, που είτανε δεμένη σε δύο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι είτανε τα στρωσί­δια τους και κοιμότανε η γυναίκα του Γιάννη. αυτός, σαν εμπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, κ' είδε πώς είτανε γέρος σεβά­σμιος, πήρε το χέρι του και τ' ανεσπάσθηκε κ' είπε: «Νά 'χω την ευχή σου, γέροντα», και το' λέγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να 'νατανε πατέρας του. Και κείνος του είπε: «Βλογημένος νά 'σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρό­βατά σου η ειρήνη του Θεού νά 'ναι απάνω σας!».
Σηκώθηκε κ’ η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και κείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και τη βλόγησε. Κι ο άγιος Βασίλης είτανε σαν καλόγερος ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφά­λι του, και τα ράσα του είτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια, κ' είχε κ' ένα παλιοτάγαρο αδειανό. Ο Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευ­θύς, φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι. Και φα­νήκανε τα δοκάρια, σα νά 'τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ' οι πη­τιές πού είτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια, κ' οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ' άλλα τα σύνεργα που τυρο­κομούσε ο Γιάννης, γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ' άλλα, τα φτωχά τα πράγματα πού 'χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος. Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια εύωδία πάντερπνη. Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε κ' έκατσε κοντά στη φωτιά κ' ή γυναίκα του 'θεσε μαξιλάρια νά ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό του και το βαλε κοντά του, κ' έβγαλε και το παλιόρασό του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγυιό του, κ' έβαλε μέσα στην κοφινέδα τα νιογέννητα τ' αρνιά, κι ύστερα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγυιός τα 'βγαλε τα’ άλλα στη βοσκή. Λιγοστά είτανε τα ζωντανά του, φτωχός είτανε ο Γιάννης, μα είτανε Βλογημένος. Κ' είχε μια χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί είτανε κα­λός άνθρωπος κ' είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε νά περάσει από την καλύβα τους, σαν νά 'τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε. για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθησε μέσα, σα νά 'τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλιά του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες κ’ οι επίσημοι ανθρώποι μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου. * * * Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάν­νης και λέγει στον άγιο: «Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τ' Αη-Βασίλη. Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας. Έχω και μια φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βά­ζω και μου διαβάζει από μέσα την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία». Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάθηκε κατά την ανατολή κ' έ­κανε το σταυρό του, ύστερα έσκυψε και πήρε μια φυλλάδα από το ταγάρι του, κ’ είπε: «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε καί στάθηκε από πίσω του, κ’ ή γυναίκα βύ­ζαξε το μωρό και πήγε και κείνη καί στάθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χέρια. Κι ο άγιος Βασίλης είπε το « Θεός Κύρι­ος » και τ' απολυτίκιο της Περιτομής « Μορφήν άναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες », δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο πού λέγει «Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου». Η φωνή του είτανε γλυκειά και ταπεινή, κι ο Γιάννης κ' η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα. Κ' είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν ά­σμα Χριστώ τω Θεώ, χωρίς να πει το δικό του τον, Κανόνα, πού λέγει «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε ».
 Κ’ ύστε­ρα είπε όλη τη λειτουργία κ’ έκανε απόλυση και τους βλόγη­σε. Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε κι αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπητα και την έβαλε απάνω στο σο­φρά. Κι ο άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπητα, κ’ είπε: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος κ’ έκοψε το πρώτο το κομμάτι κ’ είπε «του Χριστού» κ’ ύστερα είπε «της Παναγίας», κ' ύστε­ρα είπε «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου». Του λέγει ο Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τον άη- Βασίλη!». Του λέγει ο άγιος: «Ναι, καλά ! κ’ ύστερα λέγει: «Του δούλου του Θεού Βασιλείου». Κ’ ύστερα λέγει πάλι: «Του νοικοκύρη, «της νοικοκυράς», «του παιδιού», «του παραγυιού», «των ζωντα­νών», «των φτωχών». Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλο­γημένος: «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιωσύνη σου; Του λέγει ο άγιος: «Έκοψα, Βλογημένε!» μα, ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο μακάριος. Κ’ ύστερα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος κ' είπε την ευχή του «Κύριε ο Θεός μου, οί­δα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην είσέλ­θης του οίκου της ψυχής μου».
  Κ’ είπε ο Γιάννης ο Βλογημέ­νος: «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποιά παλάτια άραγες πήγε σαν άπόψε ο άγιος Βασίλης; οι αρχόν­τοι κ’ οι βασιληάδες τι αμαρτίες νά ΄χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζό­μαστε». Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε κ' είπε πάλι την ευχή, άλλοιώτικα: «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του είσέλθης. Οτι νήπιος ύπάρχει και τα μυστηριά Σου τοις νηπίοις αποκαλύπτεται». Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος... Φώτης Κόντογλου


Δέσποινα Παντευλόγητε, Ὑπέραγνε Παρθένε, Παράδεισε Πανθαύμαστε,
 Κῆπε Καλλωπισμένε, Σέ δυσωπῶ, Πανάχραντε, χαρίτωσον τό νοῦν μου,
 κατεύθυνον τάς σκέψεις μου, φώτισον τήν ψυχήν μου. Κόρη με ποίησον ἀγνόν, πρᾶον, σεμνόν, ἀνδρεῖον, ἡσύχιον καί κόσμιον, εὐθύν, ὅσιον θεῖον, ἐπιεικῆ, μακρόθυμον, τῶν ἀρετῶν δοχεῖον, ἄμεμπτον, ἀνεπίληπτον, τῶν ἀγαθῶν ταμεῖον. Δός μοι σοφίαν, σύνεσιν καί μετριοφροσύνην, φρόνησιν καί ἁπλότητα καί ταπεινοφροσύνην. Δός μοι νηφαλιότητα, ὄμμα πεφωτισμένον, διάνοιαν ὁλόφωτον, πνεῦμα ἐξηγνισμένον. Ἀπέλασον τήν οἴησιν, τήν ὑπερηφανίαν, τόν τύφον, τήν φυσίωσιν καί τήν ἀλαζονείαν, τήν ὕβριν, τό ἀγέρωχον, τήν ὑψηλοφρονύνην, γλῶσσα μεγαλορρήμονα, ἰσχυρογνωμοσύνην.
 Τήν ἀστασίαν τήν φρικτήν, τήν περιττολογίαν, τήν πονηρίαν τήν πολλήν, καί τήν αἰχρολογίαν. Χάρισαί μοι, Πανάχραντε, τήν ἠθικήν ἀνδρείαν, τό θάρρος, τήν εὐστάθειαν, δός μοι τήν καρτερίαν. Δός μοι τήν αὐταπάρνησιν, τήν ἀφιλαργυρίαν, ζῆλον μετ’ ἐπιγνώσεως καί ἀμνησικακίαν. Δός μοι ἀκεραιότητα, εὐγένειαν καρδίας, πνεῦμα εὐθές, εἰρηνικόν, καί πνεῦμα ἀληθείας. Φυγάδευσον, Πανάχραντε, τά πάθη τῆς καρδίας, τά πολυώνυμα, Ἀγνή, τῆς ἠθικῆς δειλίας. Τήν ἀνανδρείαν τήν αἰσχράν, τό θάρρος, τήν δειλίαν, τήν ἀτολμίαν τήν δεινήν καί τήν ἀπελπισίαν.
 Ἄρον μοι, Κόρη, τόν θυμόν καί πᾶσαν ραθυμίαν, τήν ἀθυμία, τήν ὀργήν, ὡς καί τήν ὀκνηρίαν. Τόν φθόνον, τήν ἐμπάθειαν, τό μίσος, τήν κακίαν, τήν μήνιν, τήν ἐκδίκησιν καί τήν μνησικακίαν. Τήν ἔριδα τήν εὐτελῆ καί τήν πολυλογίαν, τήν γλωσσαλγίαν τήν δεινήν καί τήν βωμολοχίαν. Δός μοι, Παρθένε, αἴσθησιν, δός μοι εὐαισθησίαν. 
Δός μοι συναίσθησιν πολλήν καί εὐσυνειδησίαν. Δός μοι, Παρθένε, τήν χαράν Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Δός μοι εἰρήνην τῇ ψυχῇ, εἰρήνην τοῦ Κυρίου. Δός μοι ἀγάπην, ἔρωτα θεῖον, ἐξηγνισμένον, πολύν, θερμόν καί καθαρόν καί ἐξηγιασμένον. Δός πίστιν ζῶσαν, ἐνεργόν, θερμήν, ἀγνήν, ἁγίαν, ἐλπίδα ἀδιάσειστον, βεβαίαν καί ὁσίαν. Ἄρον ἀπ’ ἐμοῦ, Παρθένε, τόν κλοιόν τῆς ἁμαρτίας, τήν ἀμέλειαν, τήν μέθην, τήν ἀνελεημοσύνην, τά κακάς ἐπιθυμίας, τήν δεινήν ἀκολασίαν, γέλωτας τῆς ἀσελγείας καί τήν πᾶσαν κακουργίαν. Σωφροσύνην δός μοι, Κόρη, δός ἐγκράτειαν, νηστείαν, προσοχήν καί ἀγρυπνίαν καί ὑπακοήν τελείαν. Δός μοι προσοχήν ἐν πᾶσι καί διάκρισιν ὀξείαν, σιωπήν καί εὐκοσμίαν, καί ὑπομονήν ὁσίαν. Ἐπιμέλειαν παράσχου, Δέσποινα, πρός ἐργασίαν, πρός τελείωσιν καί ζῆλον ἀρετῶν πρός γυμνασίαν. Τήν ψυχήν μου, τήν καρδίαν καί τόν νοῦ μου, Παναγία, τήρει ἐν ἁγιωσύνῃ, φύλαττε ἐν παρθενίᾳ. ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

Ολόκληρο το Ευαγγέλιο συνοψίζεται σε μια προτροπή του Θεού προς όλους μας : «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί»[1]. Με την ανέκφραστη σε μεγαλείο συγκατάβασή Του, ο Θεός της αγάπης εξισώνει τους ανθρώπους με τον Εαυτό Του: «Και δια τον Θεόν και δια τους ανθρώπους ισχύει το ίδιον Ευαγγέλιον, η ίδια χάρις, η ίδια αλήθεια, η ίδια δικαιοσύνη, η ίδια ζωή, η ίδια αγαθότης»[2]. «Ό τε γαρ αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός πάντες»[3].
Με άλλα λόγια, σκοπός της πνευματικής ζωής κάθε πιστού χριστιανού είναι « η επιστροφή εις την αρχικήν κατάστασιν δια της κατά φύσιν κινήσεως της ψυχής, ήτις πραγματοποιείται , δια της πράξεως των εντολών και της εργασίας των αρετών»[4].
 Κορυφαία και εξέχουσα θέση ανάμεσα στις αρετές κατέχει η αέναος προσευχή, η προσευχή που γεμίζει την ψυχή και καθιστά την ανθρώπινη φύση «επιτηδείαν κατόπιν της καθαρότητος αυτής εις το να δεχθεί και την υπερφυσικήν χάριν και ενέργειαν του Θεού»[5]. Πιο συγκεκριμένα, « η προσευχή ως προς την ποιότητά της είναι συνουσία και ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν και ως προς την ενέργειά της, σύστασις και διατήρησις του κόσμου, συνφιλίωσις με τον Θεόν, μητέρα των δακρύων, καθώς επίσης και θυγατέρα, συγχώρησις των αμαρτημάτων, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος που μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των Αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, η μελλοντική ευφροσύνη, εργασία που δεν τελειώνει, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, αφανής πρόοδος, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νού, πέλεκυς που κτυπά την απόγνωσι, απόδειξις της ελπίδος, διάλυσις της λύπης, πλούτος των μοναχών, θησαυρός των ησυχαστών, μείωσις του θυμού, καθρέπτης της πνευματικής προόδου, δήλωσις της πνευματικής καταστάσεως, αποκάλυψις των μελλοντικών πραγμάτων, σημάδι της πνευματικής δόξης που έχει κανείς. Η προσευχή είναι γι’ αυτόν που προσεύχεται πραγματικά δικαστήριο και κριτήριο και βήμα του Κυρίου, πριν από το μελλοντικό βήμα»[6]. 
Το ερώτημα όμως που τίθεται σήμερα από πολλούς πιστούς είναι: « Πώς θα ξεκινήσουμε; Πώς θα μάθουμε να σιωπούμε για ν’ αρχίσουμε ν’ ακούμε; Αντί απλά να μιλάμε στο Θεό, πώς μπορούμε να πετύχουμε μια προσευχή στην οποία ο Θεός μιλάει σε μας; Πώς μπορούμε να περάσουμε από την προσευχή των λόγων, στην προσευχή της σιωπής, από την εντατική στην αυτοενεργούμενη προσευχή, από τη δική μου προσευχή στην προσευχή του Χριστού εντός μου;»[7] Ένας τρόπος ν’ αρχίσουμε είναι η επίκληση του Ονόματος του Ιησού. Ο εξωτερικός τύπος της προσευχής αποτελείται από τις λέξεις «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ας σπεύσουμε όμως να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει αποκλειστικός τύπος. Η φράση μπορεί να συντομευθεί όπως «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» ή «Κύριε Ιησού» ή να επεκταθεί με την προσθήκη «τον αμαρτωλό» στο τέλος, υπογραμμίζοντας την πλευρά της μετανοίας. Έτσι κάθε αγωνιζόμενος πιστός είτε με τη χρήση κομποσκοινιού είτε χωρίς, (αυτό χρησιμοποιείται όχι τόσο για να μετράμε τις φορές που η προσευχή – ευχή επαναλαμβάνεται, αλλά περισσότερο σαν βοήθεια για να συγκεντρωθούμε και να πετύχουμε έναν ορισμένο ρυθμό), έχει τη δυνατότητα να προσεύχεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, εντός και εκτός του ναού, στο σπίτι, στο δρόμο, στο γραφείο κτλ. Η συχνή επίκληση του ονόματος του Ιησού εισάγει τον άνθρωπο στην παρουσία του Θεού, είναι λειτουργία εσωτερικευμένη.
 «Απαρνείται τα διαλογιστικά στοιχεία, τους λογισμούς και γίνεται μία μονάχα λέξη – μονολογία – το όνομα του Ιησού»[8]. Έτσι ο άνθρωπος μυείται με τον αμεσότερο τρόπο στην εμπειρία του αποστόλου Παύλου : «Ζώ δε ουκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός»[9]. Επιπρόσθετα, οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφερόμενοι στη σπουδαιότητα της αδιαλείπτου προσευχής, τονίζουν και τις προϋποθέσεις που τη συνοδεύουν. Η προσοχή κυρίως κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την προσευχή, η ταπείνωση, η νηστεία, η ειλικρινής συντριβή και μετάνοια, η επιμονή[10], η εγρήγορση και επαγρύπνηση, η ησυχία, (κυρίως ως τρόπος και κατάσταση και όχι ως τόπος), αποτελούν απαραίτητα εφόδια, προϋποθέσεις εξέχουσας σημασίας για να δυνηθεί ο πιστός αρχικά να αφουγκραστεί και σταδιακά να βιώσει ότι «η κλήσις του υπερκοσμίου Πατρός ελκύει ημάς. Αισθανόμεθα ότι η πλευρά εκείνη της φύσεως ημών, ήτις φέρεται προς Αυτόν, καθίσταται υπερκόσμια. Ημείς οι ίδιοι είμεθα κτίσματα, αλλά ο Κύριος Ιησούς δια της επί γης εμφανίσεώς Αυτού, της διδαχής και του υποδείγματος Αυτού, απεργάζεται ημάς ομοίους προς Αυτόν. Συντελείται εν ημίν η ομοίωσις προς τον Μονογενή Υιόν δια της εν ημίν ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος. Κατά τον τρόπον αυτόν γινόμεθα και ημείς υιοί του Υψίστου»[11]. Η νοερά προσευχή κάνει τη λαμπρότητα της Μεταμόρφωσης να διεισδύει μέσα σε κάθε γωνιά της ζωής μας. Αρχικά μεταμορφώνει τη σχέση του προσευχόμενου με τον υλικό κόσμο που τον περιβάλλει και ακολούθως με τους συνανθρώπους του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η ευχή περιλαμβάνει τις δύο κύριες «στιγμές» της Χριστιανικής Λατρευτικής πράξης:
 «Τη στιγμή της προσκύνησης, της ενατένισης της δόξας του Θεού και της αναζήτησής Του με την αγάπη. Τη στιγμή της μετάνοιας, της αίσθησης της αναξιότητας και της αμαρτίας. Υπάρχει μια κυκλική κίνηση μέσα στην προσευχή, μια ακολουθία ανάβασης και επιστροφής. Στο πρώτο μισό της προσευχής ανερχόμαστε προς το Θεό «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού…» και κατόπιν στο δεύτερο μισό γυρίζουμε στον εαυτό μας με συντριβή «… ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Εκείνοι που έχουν γευθεί το δώρο του πνεύματος έχουν ταυτόχρονα συνείδηση δύο πραγμάτων· από τη μία μεριά της χαράς και της παρηγοριάς και απ’ την άλλη μεριά, της ταραχής, του φόβου και του θρήνου. Τέτοια είναι η εσωτερική διαλεκτική της νοεράς προσευχής»[12]. Ο Ιερός Χρυσόστομος παρομοιάζει την αναγκαιότητα της προσευχής για τον πιστό με την σπουδαιότητα της θάλασσας για τα έμβια όντα: « Αλλ’ ανίσως και αποστερήσης τον εαυτόν σου από την προσευχήν, έκαμες ως να ήθελες ευγάλεις (sic) το ψάρι από την θάλασσαν· Διατί καθ’ όν τρόπον ζη το ψάρι με το νερόν, τοιουτοτρόπως ζείς και σύ με την προσευχήν· και καθώς εκείνο πλέει επάνω εις το νερόν εύκολα και υπάγει όπου θέλει, ούτω και συ με την προσευχήν θέλεις περάσει τους Ουρανούς και να σιμώσεις εις τον Θεόν»[13]. Ένας από τους πιό φημισμένους Πατέρες της ερήμου, στην Αίγυπτο του 4ου αιώνα, ο Αγ. Σεραπίων ο Σινδωνίτης, ταξίδευε μια φορά για προσκύνημα στη Ρώμη. Εκεί του είπαν για μια περίφημη έγκλειστη, μια γυναίκα, που ζούσε πάντα σ’ ένα μικρό δωμάτιο, χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω. Δυσπιστώντας για τον τρόπο της ζωής της, (γιατί ο ίδιος ήταν ένας μεγάλος περιπλανώμενος), ο Σεραπίων την επισκέφθηκε και τη ρώτησε: «Γιατί κάθεσαι εδώ;» κι εκείνη του απάντησε : « Δεν κάθομαι, ταξιδεύω »[14].

Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.