ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Μην παρασύρεσαι σε άκαιρο και αδιάκριτο γέλιο και σε αργολογία, για να μη σκορπίσης ό,τι μάζεψες με κόπο και δάκρυ. Το αδιάκριτο γέλιο διασκορπίζει όλα τα καλά που μαζεύτηκαν στην ψυχή. Απομακρύνει τη χάρι του Κυρίου, φονεύει τη μνήμη του θανάτου, φέρνει τη λησμοσύνη της φοβερής κρίσεως, ψυχραίνει τον αγωνιστικό ζήλο, σκοτίζει τη συνείδησι, θλίβει τους αγγέλους, χαροποιεί τους δαίμονες.
Το γέλιο είναι αίτιο της αυθάδειας, παραγωγός της αμαρτίας, χειραγωγός στην ασωτία, πρόδρομος κάθε πτώσεως. Το γέλιο είναι γνώρισμα φιλήδονης καρδίας, φανέρωσις ψυχής δειλής και απόδειξις πνευματικής ανανδρίας.
Φυλάξου από το άκαιρο γέλιο, για να μη σου κλέψη τα δάκρυα, που προξενούν κάθε πνευματικό καλό. Φυλάξου από το γέλιο, για να μην αδειάση η ψυχή σου από την αρετή, για να μη σε κυριεύση πνευματική αδιαφορία, για να μην πέσης στα δίχτυα του διαβόλου. Ο Χριστός μακαρίζει όχι αυτούς που γελούν, αλλά αυτούς που με επίγνωσι κλαίνε και πενθούν:
«Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. 5. 4). «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε» (Λουκ. 6. 21). Μακάριοι είναι όσοι κλαίνε σ” αυτή τη ζωή για τις αμαρτίες τους και τις παιδαγωγικές δοκιμασίες του Θεού, που με ευγνωμοσύνη και υπομονή αποδέχονται. Αυτοί θα γελάσουν και θα χαρούν στη μέλλουσα ζωή.
Φυλάξου όμως και από την πολυλογία και αργολογία. Αν δεν είναι ανάγκη να μιλήσης, μη λες τίποτα, έστω κι αν θες να πης κάτι καλό. Γιατί από τα περίσσια λόγια συνήθως προέρχονται πολλά κακά. «Το περισσόν εκ του πονηρού».
Συχνά αρχίζοντας από θεαρέστους λόγους καταλήγουμε σε αισχρολογίες, όρκους, συκοφαντίες, ψεύδη και κάθε πονηρό. Η πολυλογία τρέφει την κενοδοξία όπως το λάδι τη φωτιά. Η πολυλογία καλλιεργεί τη λήθη του Θεού και των αμαρτιών μας και σκορπίζει την κατάνυξι. Η πολυλογία ψυχραίνει την πνευματική θέρμη και γεννά την πνευματική οκνηρία και την ακηδία. Η πολυλογία χαλαρώνει την προσοχή και αδυνατίζει την προσευχή.
Πρόσεξε λοιπόν να μη γίνεις εχθρός του εαυτού σου, γιατί «θάνατος και ζωή εν χειρί γλώσσης, οι δε κρατούντες αυτής έδονται τους καρπούς αυτής» (Παροιμ. 18. 21).
Η σιωπή είναι η αρχή της καθάρσεως της ψυχής από τα πάθη. Άκοπα διδάσκει όλες τις εντολές. Ο απόστολος Ιάκωβος λέει: «Η γλώσσα μικρόν μέλος εστί και μεγαλαυχεί… ακατάσχετον κακόν, μεστή ιού θανατηφόρου. Εν αυτή ευλογούμεν τον Θεόν και πατέρα, και εν αυτή καταρώμεθα τους ανθρώπους τους καθ” ομοίωσιν Θεού γεγονότας… Ει τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα» (Ιακ. 3. 5, 8-9, 2).
Ο λόγος θέλει πολλή προσοχή. Πρέπει να σκεφθής σε ποιο χώρο και χρόνο μιλάς, για ποιο σκοπό, σε ποιους απευθύνεσαι, ποιο είναι το κίνητρο και ποια τα αποτελέσματα του λόγου σου. Πριν μιλήσης να τα σκέπτεσαι όλα αυτά. Ο σιωπηλός τα σκέφθηκε, Και γι” αυτό σιώπησε.
Την ημέρα της Κρίσεως θα δώσης λόγο έστω και για έναν ασήμαντο άσκοπο λόγο. Μας διαβεβαίωσε ο ίδιος ο Κύριος γι” αυτό: «Λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ό εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως» (Ματθ. 12. 36).
Γι΄ αυτό, ήδη πολλούς αιώνες πριν, ο προφήτης Δαβίδ παρακαλούσε τον Θεό: «Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου. Μη εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους πονηρίας» (Ψαλμ. 140. 3-4). Και αλλού: «Φυλάξω τας οδούς μου του μη αμαρτάνειν με εν γλώσση μου• εθέμην τω στόματί μου φυλακήν εν τω συστήναι τον αμαρτωλόν εναντίον μου. Εκωφώθην και εταπεινώθην και εσίγησα» (Ψαλμ. 38. 2-3).
«Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς την Σιών… Πώς άσωμεν την ωδήν Κυρίου επί γης αλλοτρίας;» (Ψαλμ. 136. 1, 4). Όπως οι Εβραίοι στη Βαβυλώνα, έτσι κι εμείς είμαστε αιχμάλωτοι, πάροικοι και παρεπίδημοι σ” αυτή τη γη. Πατρίδα μας δεν είναι η πρόσκαιρη γη, αλλά η αιώνια νέα Σιών του ουρανού.
Τώρα ζούμε στην κοιλάδα του κλαυθμώνος• αύριο ελπίζουμε να βρεθούμε στη χώρα της αιωνίας παρηγοριάς και της χαράς. Τώρα ζούμε στην εξορία• αύριο θα είμαστε στην αληθινή μας πατρίδα. «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13. 14). Πώς λοιπόν γελάς ενώ είσαι αιχμάλωτος και εξόριστος «επί γης αλλοτρίας»;
Κλάψε και θρήνησε που είσαι μακρυά από την αιώνια πατρίδα σου και ζήτησε με δάκρυα από τον Κύριο να μη σου τη στερήση όταν θα έρθη η μεγάλη ώρα της επιστροφής… «Ταλαιπωρήσατε και πενθήσατε και κλαύσατε• ο γέλως υμών εις πένθος μεταστραφήτω και η χαρά εις κατήφειαν» (Ιακ. 4. 9). Έχε βαθιά συναίσθησι της αμαρτωλότητός σου, πένθησε, κλάψε. Το γέλιο σου κάνε το πένθος μετανοίας. Τη χαρά σου κάνε την θλίψι συντριβής. Δύο είναι οι πηγές, αλλά και οι θυγατέρες, του γέλιου και της ευτραπελίας: η υπερηφάνεια και η φιληδονία, τα δυο πιο θανάσιμα πάθη. Φυλάξου λοιπόν απ” αυτά, για να μη διαπιστώσης την πνευματική σου φτώχεια κατά την έξοδο της ψυχής σου. Τότε που θα είναι πολύ αργά πια για να βοηθήσης τον εαυτό σου.

Κάποιος νέος, μας διηγείται ο Αββάς Ιωάννης του Λύκου, παρασυρμένος απ΄ του κόσμου τις ηδονές, είχε βυθιστεί στη λάσπη της ασωτίας Κάποτε όμως συνήλθε, σαν το άσωτο, κι εζήτησε το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι του Πατέρα. Άφησε τον κόσμο, για να βρει στην έρημο τον λυτρωμό, μακριά από τις αφορμές της αμαρτίας. Καταφύγιό του έκανε ένα παμπάλαιο μνήμα. Κλεισμένος θεληματικά σ΄ αυτή τη πρωτότυπη φυλακή, έκλαιγε πικρά τη τραυματισμένη ψυχή του.
Οι Άγγελοι εχαίρονταν, αλλά τα πνεύματα της πονηρίας, που είδαν να φεύγει τόσο απροσδόκητα η λεία από τα χέρια τους, δεν άργησαν να κάνουν έφοδο. Τριγύριζαν τη νύκτα το μνήμα κι έλεγαν οργισμένα :
- Πού είσαι άθλιε ; Γιατί μας απαρνήθηκες ύστερα από τόση φιλία ; Αφού τα γεύτηκες όλα κατά κόρον, αποφάσισες να γίνεις άγιος. Πολύ αργά τώρα να παριστάνεις τον σώφρονα, ελπίζοντας για έλεος.
- Έλα, έξω ανόητε, του φώναζαν άλλοι. Σε περιμένει η συντροφιά σου.
-Δυστυχισμένε, του ψιθύριζαν οι πονηρότεροι, για σένα δεν υπάρχει σωτηρία. Αυτού που τρύπωσες, γρήγορα θα βρεις το θάνατο και την αιώνια καταδίκη.
Με τόση κακία πάσχιζαν να τον φέρουν σε απελπισία ! Μα ο γενναίος αγωνιστής ήταν πια αποφασισμένος να πεθάνει καλύτερα, παρά να γυρίσει στα ίδια. Ζήτησε με θερμή ικεσία τη Θεία βοήθεια, περιφρονώντας τη δαιμονική φαντασία.
Την άλλη βραδιά ο διάβολος έγινε πιο απειλητικός :
- Αν δεν βγεις αμέσως έξω, δεν γλυτώνεις από τα χέρια μου. Κι επειδή φυσικά εκείνος δεν τον άκουσε, του επιτέθηκε και τον άφησε σχεδόν νεκρό από χτυπήματα. Έτσι εκδικήθηκε.
Οι συγγενείς του πάλι, ανήσυχοι για την ξαφνική του εξαφάνιση, τον αναζήτησαν παντού. Τέλος τον ανακάλυψαν σε κακή κατάσταση μέσα στο μνήμα. Μα όσο κι αν επέμεναν, στάθηκε αδύνατο να τον πείσουν να τους ακολουθήσει.
Ακόμη μια νύκτα του επιτέθηκαν οι δαίμονες με ασυγκράτητη μανία και θα τον εθανάτωναν με τους άγριους δαρμούς, αλλά δεν είχαν εξουσία. Ο αθλητής δεν κλονίστηκε. Προτίμησε να χάσει τη πρόσκαιρη ζωή, παρά να μολύνει, ύστερα από τη μετάνοια, το σώμα και την ψυχή του πάλι με το μικρόβιο της αμαρτίας.
Τότε τα δαιμόνια αναγνώρισαν την ήττα τους.
- Νικηθήκαμε, νικηθήκαμε, φώναζαν θρηνώντας κι εξαφανίστηκαν και ούτε τόλμησαν πια να τον πειράξουν.
Ελευθερωμένος έτσι από κάθε δοκιμασία, έμεινε στο μνήμα του ως το τέλος της ζωής του ο πρώην άσωτος, και αξιώθηκε να κάνει θαύματα, για να φανεί η δύναμις της μετάνοιας.

 Κάποτε ένας άγιος γέροντας προσευχόταν στο Θεό να του
αποκαλύψει το μυστήριο, γιατί άνθρωποι δίκαιοι και ευσεβείς είναι φτωχοί και δυστυχούν και αδικούνται, ενώ πολλοί άδικοι και αμαρτωλοί είναι πλούσιοι και
αναπαύονται, και πως ερμηνεύονται οι κρίσεις του Θεού.
Ο Θεός θέλοντας να τον πληροφορήσει, του έβαλε στην καρδιά
λογισμό να κατεβεί στον κόσμο. Περπατώντας λοιπόν ο Γέροντας, βρέθηκε σ’ ένα
δρόμο πλατύ, όπου περνούσαν πολλοί. Εκεί υπήρχε ένα λιβάδι και μια βρύση με
καθαρό νερό.
Ο αββάς, κρύφτηκε στην κουφάλα ενός δένδρου και σε λίγο, να
που περνά ένας άνθρωπος πλούσιος, που ξεπέζεψε και κάθισε να φάει. Εκεί που
αναπαυόταν, βγάζει ένα πουγκί με εκατό φλουριά, για να τα μετρήσει.. Αφού τα
μέτρησε, νόμισε πως τα έβαλε πάλι μέσα στο ρούχο του, εκείνα όμως έπεσαν κάτω
στη γη. Σηκώθηκε λοιπόν και καβαλίκεψε το άλογο του, αφήνοντας εκεί τα φλουριά.
Έπειτα πέρασε από εκεί άλλος οδοιπόρος, για να πιει νερό.
Βρίσκει τα φλουριά, τα παίρνει και φεύγει γρήγορα.
Κατόπιν ήλθε άλλος φτωχός πεζοδρόμος, φορτωμένος και
κουρασμένος, και κάθισε κι αυτός να αναπαυτεί. Ενώ έβγαζε ένα παξιμάδι για να
φάει, έρχεται και ο πλούσιος και πέφτει πάνω στο φτωχό κα του λέει με θυμό: «
Γρήγορα, δος μου τα φλουριά που βρήκες». Ο φτωχός με όρκους μεγάλους έλεγε πως
δεν είδε τέτοιο πράγμα. Τότε ο πλούσιος άρχισε να τον δέρνει με τη βίτσα του
λουριού του αλόγου του και με ένα χτύπημα τον σκότωσε. Και άρχισε να ψάχνει όλα
τα ρούχα και τα πράγματα του φτωχού, και επειδή δε βρήκε τίποτε έφυγε πολύ
λυπημένος.
Ο αββάς βλέποντας όλα αυτά έκλαιγε και σπαρασσόταν η καρδιά
του για τον άδικο φόνο και παρακαλώντας τον Κύριο έλεγε: «Κύριε, ποια είναι η
βουλή Σου και πως υπομένει αυτά η αγαθότητα Σου; Τότε παρουσιάσθηκε Άγγελος και
του είπε: μη λυπάσαι, Γέροντα, διότι όλα με το θολή του Θεού γίνονται, αλλά
κατά παραχώρηση, άλλα για παίδευση και άλλα για οικονομία. Μάθε, λοιπόν, ότι
αυτός που έχασε τα φλουριά είναι γείτονας εκείνου που τα βρήκε. Ο δεύτερος είχε
περιβόλι αξίας εκατό φλουριών, αυτό δε ο πλούσιος ως πλεονέκτης που ήταν, το
πήρε δικαστικώς μόνο για πενήντα φλουριά. Κι επειδή παρακαλούσε ο φτωχός
περιβολάρης το Θεό να κάνει εκδίκηση, οικονόμησε ο Θεός έτσι και τα έδωσε διπλά
αντί πενήντα φλουριά, εκατό.
Εκείνος δε ο άνθρωπος που φονεύτηκε άδικα, είχε κάνει φόνο,
επειδή, όμως, είχε έργα χριστιανικά και θεάρεστα, θέλοντας ο Θεός να τον σώσει
και να τον καθαρίσει από την αμαρτία του φόνου, οικονόμησε να σκοτωθεί άδικα,
για να σωθεί η ψυχή του. Αυτός δε, ο πλεονέκτης, που έκανε το φόνο, έμελλε να
κολασθεί από την πλεονεξία του, γι αυτό τον άφησε ο Θεός να πέσει στο αμάρτημα
του φόνου, για να πονέσει η ψυχή του και να ζητήσει μετάνοια. Και να τώρα,
αφήνει τον κόσμο και πάει να γίνει μοναχός.
Λοιπόν πήγαινε τώρα στο κελί σου και μην πολυεξετάζεις τις
κρίσεις του Θεού, διότι είναι ανεξερεύνητες, και ανεξιχνίαστη η προνοητική των
πάντων του Θεού διακυβέρνηση, και δεν φθάνει ο νους και η δύναμη της γνώσεως
του ανθρώπου να κατανοήσει τα θεία μυστήρια. Γι αυτό κάθε άνθρωπος πρέπει να
λέει: «δίκαιος ει, Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις Σου» και από την απόλυτη πίστη
του θα σωθεί, καθώς λέγει η Γραφή: «ο δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται».
Αφού άκουσε αυτά από τον άγγελο ο Αββάς, δόξαζε το Θεό.?
Aπό το Γεροντικό

"Σε ψυχή που ραθυμεί"
Ψυχή, μη χάνεις το θάρρος σου και μη θλίβεσαι.
Μη συλλογίζεσαι τον εαυτό σου ότι είναι στο πλήθος της αμαρτίας. μην επιφέρεις στον εαυτό σου τη φωτιά. μη λες ότι ο Κύριος με απέρριψε από την παρουσία του...
Διότι αυτός ο λόγος δεν θα αρέσει στο Θεό, επειδή ο ίδιος κράζει σ' εσένα, λέγοντας: "Λαέ μου, τι κακό σου έκανα ή σε τι σε λύπησα ή σε τι σε στενοχώρησα;(Μιχ. 6,3).
Μήπως εκείνος που έπεσε δε σηκώνεται; Ή μήπως εκείνος που χάνει το δρόμο του, δε φροντίζει να επιστρέψει;(Ιερ. 8,4)"....
Ακούς, ψυχή, την αγαθότητα του Κυρίου;Διότι δεν πουλήθηκες, σαν κατάδικος, για να είσαι κάτω από την εξουσία κάποιου άρχοντα ή κάποιου στρατηγού. Μη θλίβεσαι, διότι στερήθηκες τον πλούτο σου. μην ντρέπεσαι να επιστρέψεις, αλλά καλύτερα πες, ότι "Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου"(πρβλ. Λουκ. 15,18).
Σήκω και έλα. Σε υποδέχεται. δε σε επιπλήττει. αλλά απεναντίας και χαίρεται με την επιστροφή σου. Σε περιμένει. εσύ μόνο μην ντραπείς, όπως ο Αδάμ, ούτε να κρυφθείς από την παρουσία του Θεού.
Για σένα σταυρώθηκε ο Χριστός, και είναι δυνατό να σε απορρίψει; Ποτέ κάτι τέτοιο!
Διότι ξέρει εκείνον που μας θλίβει, και ότι κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει, παρά μόνο ο ίδιος. Ο Χριστός ξέρει ότι ο άνθρωπος είναι ταλαίπωρος. Μη λοιπόν αμελήσουμε, εφόσον βρισκόμαστε κοντά στη φωτιά. Ο Χριστός δεν έχει ανάγκη να μας ρίξει στη φωτιά. δεν προξενεί κέρδος στον εαυτό του με το να μας στείλει στην κόλαση.
Θέλεις μάλιστα να μάθεις τα πράγματα της κόλασης; Όταν δηλαδή ο αμαρτωλός θα διώχνεται μακριά από την παρουσία του Θεού, την κραυγή από το κλάμα του δε θα μπορέσουν να την αντέξουν τα θεμέλια της οικουμένης. Διότι είναι γραμμένο: "Η μέρα εκείνη είναι ημέρα σκότους και ζόφου, μέρα νεφέλης και ομίχλης, μέρα σάλπιγγας και κραυγής"(Σοφον. 1, 15-16).
Και διότι, αν άνθρωπος καταδικασμένοςεξορισθεί από άρχοντα για δύο ή πέντε ή δέκα χρόνια, ποιο πένθος και ποια ντροπή και ποιο κλάμα νομίζεις ότι έχει ο άνθρωπος εκείνος; Όμως εκείνος έχει παρηγοριά, περιμένοντας το τέλος του διαστήματος της εξορίας.
Θέλουμε λοιπόν να μάθουμε και το διάστημα της εξορίας των αμαρτωλών. πώς πρόκειται να βρίσκονται στην εξορία είκοσι ή πενήντα ή διακόσια χρόνια; Πώς όμως μπορούμε να μετρήσουμε το χρονικό διάστημα, εφόσον δεν προστίθενται πια χρόνια στον αριθμό των ημερών; Αλίμονο, αλίμονο! Είναι ατέλειωτο αυτό το διάστημα. και διότι είναι αβάστακτη η οργή της απειλής προς τους αμαρτωλούς.
Ακούς την πίεση των αμαρτωλών; Μην λοιπόν ντροπιάσεις τον εαυτό σου απέναντι σ' εκείνη την δυσκολία. διότι δεν θα αντέξεις στην απειλή. Έχεις πλήθος αμαρτίες;
Μη λοιπόν διστάξεις να κράζεις προς τον Θεό. Πλησίασέ Τον χωρίς να ντραπείς. Ο αγώνας είναι κοντά. Σήκω όρθιος και αποτίναξε την ύλη του κόσμου.
Μιμήσου τον άσωτο υιο, διότι, αφού στερήθηκε όλα, ήρθε χωρίς ντροπή στον πατέρα. και ο πατέρας περισσότερο ενδιαφέρθηκε για την επιστροφή του παρά για τον πλούτο που σπαταλήθηκε από την αρχή. Έτσι, αυτός που πλησίασε χωρίς ντροπή, μπήκε με αρχοντικό τρόπο. αυτός που παρουσιάσθηκε γυμνός, εμφανίσθηκε ντυμένος με στολή. αυτός που εμφάνισε τον εαυτό του δούλο, αποκαταστάθηκε στο αξίωμα του άρχοντα(Λουκ. 15, 14-23).
Σ' εμάς απευθύνεται ο λόγος. Ακούς, η έλλειψη ντροπής από μέρους του γιου πόσα κατόρθωσε; Καταλαβαίνεις όμως και την καλοσύνη του πατέρα;
Και συ λοιπόν, ψυχή, μην ντραπείς. Χτύπα!
Περιμένεις ελεημοσύνη; Να επιμείνεις να χτυπάς την πόρτα, και θα πάρεις όσα σου χρειάζονται, σύμφωνα με τη θεία Γραφή που λέει: "Για την αδιαντροπιά του, θα σηκωθεί και θα του δώσει όσα του χρειάζονται"(Λουκ. 11,8).
Δε σε απορρίπτει, δε σε επιπλήττει εξαιτίας του πλούτου που σπατάλησες από την αρχή, άνθρωπε. Διότι δε λείπουν σ' αυτόν τα χρήματα. σε όλους προσφέρει πρόθυμα σύμφωνα με τον αποστολικό λόγο: "Να ζητάτε από τον Θεό, που δίνει σε όλους με απλοχεριά, και δεν περιφρονεί"(Ιακ. 1,5).
Κάθεσαι σε λιμάνι; Κοίταζε τα κύματα, για να μην έρθει ξαφνικά η θύελλα και αρπαγείς στα βάθη της θάλασσας, και τότε θα αρχίσεις να λες με στεναγμό: "Ήρθα στα βάθη της θάλασσας, και η καταιγίδα με καταπόντισε στο πέλαγος. Απέκαμα να κράζω, βράχνιασε το λαρύγγι μου"(Ψαλμ 68, 3-4). Και διότι ο άδης είναι αληθινά άβυσσος της θάλασσας, σύμφωνα με τον δεσποτικό λόγο που λέει, ότι μεγάλο χάσμα υπάρχει ανάμεσα στους δίκαιους και τους αμαρτωλούς(Πρβλ. 16,26).
Μη λοιπόν καταδικάσεις τον εαυτό σου σ' εκείνο το χάσμα. Μιμήσου τον άσωτο γιο. Εγκατέλειψε την πόλη που φονεύει με την πείνα. απομακρύνσου από την ταλαιπωρία των γουρουνιών. σταμάτησε να τρως από τα ξυλοκέρατα, και μάλιστα ούτε να τα αγγίζεις.
Έλα λοιπόν εσύ, που σε παρακινώ, φάγε αδιάκοπα το μάννα, την τροφή των Αγγέλων. Έλα, να δεις την δόξα του Θεού, και να φωτισθεί το πρόσωπό σου. Έλα, κατοίκησε στον παράδεισο της τρυφής. Άφησε λίγα χρόνια. απόκτησε αιώνιο διάστημα. Ας μη σε ταράξει το διάστημα του χρόνου αυτής της ζωής. Είναι βιαστικό κ' σύντομο. Από τον Αδάμ ως τώρα, τόσο χρονικό διάστημα πέρασε σαν σκιά.
Ετοίμασε αυτά που χρειάζονται για τον δρόμο. Μην παραφορτώσεις τον εαυτό σου. Η θύελλα είναι κοντά. φτάσε στη στέγη, που και εμείς επιδιώκουμε να φτάσουμε με τη χάρη του Χριστού. Αμήν.
Αγίου Εφραίμ του Σύρου

Mια φορά, ο Αββάς Αγάθωνας, πήγαινε στην πόλη να δώσει το εργόχειρο του και να προμηθευτεί το λίγο ψωμάκι του, βρήκε κοντά στην αγορά ένα πτωχό γέρο ανάπηρο.
-Για την αγάπη του Θεού, Αββά, άρχισε τα παρακάλια ο γέρος μόλις είδε τον Όσιο, μη με αφήσεις και εσύ αβοήθητο τον δυστυχή, πάρε με κοντά σου.

Ο Αββάς Αγάθων τον έβαλε να καθίσει δίπλα του εκεί που αράδιασε τα καλάθια του για να τα πουλήσει.
-Πόσα λεπτά πήρες, Αββά; Τον ρωτούσε ο γέρος κάθε φορά που έδινε ένα καλάθι.
-Τόσα, του έλεγε ο Όσιος.
-Καλά είναι. Δεν μου αγοράζεις όμως μια μικρή πίττα, Αββά; Έτσι για να δεις καλό, που έχω από χθες βράδυ να φάγω.
-Μετά χαράς, έλεγε ο Όσιος και έκανε αμέσως την επιθυμία του.
Σε λίγο του ζήτησε φρούτα, ύστερα ένα γλυκό. Έτσι σε κάθε καλάθι που πουλούσε εξόδευε τα χρήματα, χάρη του προστατευόμενου του, έως ότου έδωσε όλα τα καλάθια και όλα τα χρήματα ο Όσιος χωρίς να του μείνει για τον εαυτό του ούτε δίλεπτο. Και το σπουδαιότερο πως το έκανε με μεγάλη προθυμία, ενώ ήξερε πως είχε να περάσει τώρα τουλάχιστον μια εβδομάδα χωρίς ψωμί. Αφού έδωσε και το τελευταίο του καλάθι ετοιμάσθηκε να φύγει από την αγορά.
-Φεύγεις λοιπόν; Τον ερώτησε ο ανάπηρος.
-Ναι τελείωσα πια τη δουλεία μου.
-Αϊ τώρα θα κάνεις αγάπη να με πας ως το σταυροδρόμι και από εκεί φεύγεις για την έρημο, είπε πάλι παρακαλεστικά ο παράξενος γέρος.
Ο αγαθότατος Αγάθων τον φορτώθηκε στην πλάτη του και με πολλή δυσκολία τον μετέφερε εκεί που του ζητούσε γιατί ήταν κατάκοπος από την εργασία της ημέρας.
Σαν έφτασαν στο σταυροδρόμι και ετοιμάστηκε να αποθέσει κάτω το ζωντανό φορτίο του, άκουσε γλυκεία φωνή να του λέγει.
-Ευλογημένος να είσαι, Αγάθων, από τον Θεόν και στη γη και στον Ουρανό.
Εσήκωσε τα μάτια ο Όσιος να δει εκείνον που του ωμιλούσε. Ο δήθεν γέρος είχε γίνει άφαντος για τη ήτο Άγγελος σταλμένος από τον Θεόν να δοκιμάσει την αγάπη του Όσιου.

...Μια μέρα, την ώρα που περνούσα μαζί με τον όσιο από την πλατεία της πόλης, βλέπω στα δεξιά μου έναν άνθρωπο, που κάτι σιγομουρμούριζε.
Τον ακολουθούσαν ένα σμάρι φτωχοί και ζητιάνοι, ζητώντας του ελεημοσύνη. Κι εκείνος, ενώ έκανε πως τους απόδιωχνε τάχα, τους έβαζε κρυφά στα χέρια τα ελέη της αγάπης του. Μ’ αυτόν τον τρόπο έκρυβε από τους ανθρώπους τις αγαθοεργίες Του.
Εγώ όμως το πήρα είδηση. Σκούντησα λοιπόν τον όσιο και του φανέρωσα χαμηλόφωνα την αρετή του διαβάτη. Αυτός δεν φάνηκε να εντυπωσιάστηκε.
– Tον ξέρω, παιδί μου, είπε. Πολλές φορές έχουμε ανταμώσει. Εσύ μάθε μόνο τούτο, ότι για τον Θεό είναι μέγας.
Λίγες μέρες αργότερα του ζήτησα να μου πει κάτι γι’ αυτή την αρετή, και μου διηγήθηκε ένα παράδοξο θαύμα.
– Ήμουνα παιδί μικρό, είπε, ίσαμε δέκα χρονών , και είχα πάει στην εκκλησία του αγίου αποστόλου Θωμά για να προσευχηθώ. Εκεί βρήκα ένα γέροντα να διδάσκει το λαό. Ανάμεσα στ’ άλλα μίλησε και για την ελεημοσύνη. Είπε μάλιστα, ότι αυτός που δίνει κάτι στους φτωχούς, είναι σαν να το καταθέτει στα χέρια του ίδιου του Κυρίου. Με κάποια δυσφορία άκουσα τα λόγια εκείνου του κήρυκα. Μου φάνηκαν υπερβολικά.
“Μα αφού ο Χριστός, όπως μου λένε, είναι στους ουρανούς, στα δεξιά του Πατέρα Του”, συλλογιζόμουν με το παιδικό μου μυαλό, “πώς θα βρεθεί στη γη, για να πάρει αυτά που δίνουμε στους φτωχούς; ’”. Με τέτοιες σκέψεις προχωρούσα στο δρόμο, όταν, ξάφνου, βλέπω να περνάει ένας φτωχός κουρελής, που- ω του θαύματος!- πάνω απ’ το κεφάλι του είχε την εικόνα της μορφής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Η εικόνα , αόρατη βέβαια στους άλλους, στεκόταν όρθια και ακολουθούσε το ζητιάνο παντού. Καθώς λοιπόν αυτός περπατούσε, συναντήθηκε μ’ έναν καλό άνθρωπο, που του έδωσε ψωμί. Τη στιγμή όμως που ο φιλάνθρωπος εκείνος διαβάτης άπλωσε το χέρι του, άπλωσε κι ο Χριστός το δικό του μέσ’ από τη μετέωρη εικόνα, πήρε το ψωμί και, αφού ευχαρίστησε, το έδωσε στο φτωχό. Μα ούτε εκείνος ούτε κι ο διαβάτης κατάλαβαν τι έγινε.
Ο θαυμασμός μου γι’ αυτό που είδα δεν περιγράφεται. Ε, από τότε πια πίστεψα ακράδαντα, πως όποιος δίνει στους αδελφούς ό,τι έχουν ανάγκη, το βάζει πραγματικά στα χέρια του Χριστού, που τη μορφή Του βλέπω να στέκεται πάνω απ’ όλους τους φτωχούς. Όσο μπορώ λοιπόν ασκώ την αρετή της ελεημοσύνης . Και ο Χριστός μου μ’ ευχαριστεί για κάθε φτωχό που βοηθάω.
Από το βιβλίο: «Ενας ασκητής επίσκοπος ''ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ''

Ένας γέροντας προσπαθώντας να στήρίξει ένα νέο μοναχό, που τον πολεμούσαν λογισμοί φυγής κι επιστροφής στους γονείς του, διηγήθηκε το ακόλουθο θαυμαστό γεγονός:
Έτυχε κάποιος στις ημέρες, που εγώ δεν τον πρόφθασα, γιατί πριν από λίγο καιρό είχε πεθάνει. Αυτός ήταν υποτακτικός σε ένα Γέροντα τυφλό.
Λοιπόν μία ημέρα ήλθε ένας πτωχός κοσμικός, περαστικός από το Κελλί του. Και τον ρωτά ο νέος μοναχός:
- Από πού είσαι;

Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.